- οφνίς
- ὀφνίς (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ὕννις, ἄροτρον».[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με αρχ. πρωσ. wagnis «υνίο» και πιθ. με αρχ. άνω γερμ. waganso και λατ. vomis, -eris «υνίο». Στην ίδια οικογένεια πρέπει να ανήκει και ο τ. που παραδίδει ο Ησύχ. ὄφαταδεσμοί ἀρότρων»].
Dictionary of Greek. 2013.