οφνίς

οφνίς
ὀφνίς (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὕννις, ἄροτρον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με αρχ. πρωσ. wagnis «υνίο» και πιθ. με αρχ. άνω γερμ. waganso και λατ. vomis, -eris «υνίο». Στην ίδια οικογένεια πρέπει να ανήκει και ο τ. που παραδίδει ο Ησύχ. ὄφατα
δεσμοί ἀρότρων»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • όφατα — ὄφατα (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Ακαρνάνες) «δεσμοὶ ἀρότρων». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οφνίς] …   Dictionary of Greek

  • ύνις — η / ὕνις, εως, ἡ, ΝΑ, και ὕννις και ὕννη και ὕννης, ὁ, ιων. τ. γεν. ιος, Α (λόγιος τ.) το υνί νεοελλ. ανατ. άζυγο οστό τού προσωπικού κρανίου σε σχήμα λεπτού ακανόνιστου τετραπλεύρου που θυμίζει το υνί αρότρου και αποτελεί το άνω οπίσθιο οστέινο… …   Dictionary of Greek

  • u̯ogʷhni-s, u̯ogʷhnes- (*su̯ogʷhnes-) —     u̯ogʷhni s, u̯ogʷhnes (*su̯ogʷhnes )     English meaning: ploughshare     Deutsche Übersetzung: “Pflugschar”     Material: Gk. ὀφνίς ὕννις, ἄροτρον Hes. (in addition probably also ὄφατα δεσμοὶ ἀρότρων. ᾽Ακαρνᾶνες Hes.) = O.Pruss. wagnis… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”